Γ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. | ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.


(Αληθινή Ιστορία, της Δρ. Αγγελικής Ταλιγκάρου Γιαλίδου)

Οκτώβρης του 1912
Ο Οκτώβρης εφέτος μπήκε με βροχές. Έβρεχε συνέχεια όλη την εβδομάδα. Ο ουρανός γκρίζος και βαρύς, φορτωμένος σύννεφα από τους υδρατμούς που ανέβαιναν από το φουσκωμένο ποτάμι, κρεμόταν θαρρείς χαμηλά πάνω από το χωριό που ήταν βουτηγμένο στη λάσπη. Ο Αξιός, το μεγάλο ποτάμι, κατέβαζε ορμητικά τα νερά του προς τη θάλασσα μουγκρίζοντας αφρισμένος. Στο πέρασμά του παράσερνε ό τι έβρισκε στο δρόμο του: κορμούς δέντρων, βαρέλια αφημένα στις όχθες, μικρές πλάβες, ξεριζωμένα βούρλα και καλαμιές.
Ήταν μερικές μέρες τώρα που είχε γκρεμίσει και το μικρό γεφύρι που ένωνε τις δυο πλευρές του δρόμου που πήγαινε προς τη Θεσσαλονίκη. Κι ήταν τούτο το μόνο που είχε απομείνει μετά την καταστροφή που έκαναν οι Τούρκοι, καθώς υποχωρούσαν προς τη Θεσσαλονίκη, μετά την ήττα τους στη μάχη των Γιαννιτσών.
Η Χαλάστρα, χτισμένη στον κάμπο δίπλα στη όχθη του ποταμού, λίγο πριν αυτός συναντήσει τη θάλασσα, υπέμενε αγόγγυστα κι αυτή την πλημμύρα, όπως τόσες και τόσες άλλες. Σφιχτοδεμένη ήταν η ζωή του Μακεδονικού αυτού χωριού με το ποτάμι. Αιώνες τώρα πορεύονταν πλάι-πλάι με το θεριό, στην ευλογία μα και στο θυμό του.
Λίγο έξω από το χωριό άρχιζαν τα κανάλια, που τώρα ήταν ξεχειλισμένα και τα νερά τους απλώνονταν στα γύρω χωράφια και τα μετέτρεπαν σε μικρές λίμνες, όπου καθρεφτιζόταν ο γκρίζος ουρανός. Κι έβλεπες ένα ουρανό πάνω κι ένα κάτω, βουτηγμένο στα βαλτωμένα νερά. Ουρανός και βάλτος είχαν γίνει ένα, ενωμένα με το πυκνό υφάδι της ομίχλης που είχε καθίσει πάνω από το ποτάμι. Ο αέρας πηχτός, νοτισμένος από την υγρασία μα και από τον ίδρω των ανθρώπων, των αγαθών Χαλαστρινών, ταξίδευε πάνω από τις στέγες των πλίθινων σπιτιών.
Μια ζωή βασανισμένοι ετούτοι, ριζωμένοι σ΄ αυτή τη γη με τα βαριά μαύρα χώματα που αιώνες τώρα ποτίζονταν από το εχέδωρο ποτάμι, που άλλοτε κυλούσε τραγουδώντας τα νερά του ανάμεσα στις καλαμιές και τα βούρλα, κι άλλοτε πάλι θύμωνε, αγρίευε και κατέβαζε μουγκρίζοντας τα νερά του, ίδιο θεριό… Μα όπως κι αν ήταν, ήταν πάντα αυτό. Το ποτάμι τους. Αγαπούσαν το θυμό του, όπως και το τραγούδι ου.
Χαλάστρα είπαν το χωριό τους από τα αρχαία χρόνια ακόμα, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του. Σα θύμωνε το ποτάμι, να τα χαλάει όλα, και άψυχα και ζωντανά και ανθρώπους. Είχε ψυχή το ποτάμι. Ήταν γίγαντας. Το αγαθό στοιχείο του τόπου, η ψυχή του. Οι δουλειές, οι κουβέντες τους, όλα είχαν κέντρο το ποτάμι. Το ποτάμι τους.
Εκείνο το πρωί, προχωρημένος Οκτώβρης ήταν, σηκώθηκε χαράματα ο μπάρμπα – Γιώργης ο Ταλίγκαρος, να πάει στο μαγαζί του, να πιάσει δουλειά. Είχε κάμποσες παραγγελιές να τελειώσει και ο χρόνος δεν τον έπαιρνε.
Ντύθηκε βιαστικά στο μισοσκόταδο της κάμαρας. Το κρύο τον περούνιαζε. Η υγρασία έκανε τα σκεπάσματα και τα σκουτιά να φαίνονται σαν βρεμένα. Μα συνηθισμένα σκαριά όλοι τους, αργασμένο το κορμί τους και από το κρύο και από τον σκληρό μόχθο, πόρευαν τη ζωή τους αντάμα με το μόχθο και τη δουλειά, που τη θεωρούσαν αγαθή συντρόφισσα του βίου τους. Σαν απόσωσε το ντύσιμο ο μπάρμπα – Γιώργης, έσκυψε στο κατώι, εκεί που άκουγε τη γριά του να νοικοκυρεύει στο τρεμό φως της γκαζόλαμπας, κι έβαλε φωνή:
-Ε, μπάμπω, έβαλες καφέ και ζάχαρη στο ζεμπίλι;
-Ναι, γέρο μ΄, έτοιμα είναι.
Κατέβηκε μ΄ αλαφρό βήμα την ξύλινη σκάλα που έτριζε απ’ την πολυκαιρία, και κατευθύνθηκε στο μαγερειό. Πήρε από το τραπέζι το ζεμπίλι, το ζύγιασε στο χέρι του, βαρύ του φάνηκε.
-Καφέ και ζάχαρη είπα, μπάμπω. Τι άλλο έβαλες μέσα;
-Λίγο ψωμί, γέρο μ΄, που ζύμωσα χθες και λίγο τουλουμίσιο.
-Δε σ΄ είπα; Δε θέλω προσφάγι. Δε μ΄ ακούς, μπάμπω μ΄.
Και μουρμουρίζοντας πήρε το ζεμπίλι και βγήκε απ’ το κατώι.
Ο αέρας ήταν βαρύς, φορτωμένος από τις μυρωδιές που έρχονταν από το ποτάμι, από τις καλαμιές και τα ασπρόφυτα που σέπονταν μες΄ στο νερό. Ο ουρανός μολυβής. Μα η βροχή είχε σταματήσει. Ένα γκρίζο μεταλλικό φως είχε αρχίσει να αχνοφέγγει στην ανατολή.
Τράβηξε για το εργαστήρι του, βαδίζοντας με δυσκολία πάνω στον λασπωμένο δρόμο. Σαν έφτασε, στάθηκε για λίγο και κοίταξε ένα γύρω τα ξύλα που είχαν νοτίσει από τόσων μερών βροχή. Διπλή δουλειά ήθελαν τώρα στο κόψιμο, το πλάνισμα, ακόμα και στο κάρφωμα, έτσι μουσκεμένα που ήταν. Μα δεν έκανε δεύτερη σκέψη ο Γιώργης. Τη δουλειά δεν τη φοβόταν. Ακούμπησε το ζεμπίλι στον πάγκο και βάλθηκε να κουβαλά τις σανίδες σε στεγνό μέρος. Κανά δυο πλάβες ήταν μισοτελειωμένες, μα είχε παραγγελίες που δεν τις είχε αρχίσει ακόμη. Ένα κάρο για τον Γκράβα. Το ήθελε μερακλήδικο, μεγάλο, γερό σκαρί ο γέρος. Είχε κάρα ο Γκράβας, μα τούτο το καινούργιο το ήθελε για το γάμο της κόρης του, να κουβαλήσει τα προικιά στου γαμπρού το σπίτι. Το ήθελε, λοιπόν, όμορφο, σενιαρισμένο, κεμπάρικη δουλειά.
Άναψε μια χαμηλή φωτιά, έβαλε το μπρίκι, έψησε καφέ μερακλήδικο, τράβηξε θορυβώδικα μια γερή ρουφηξιά. Αναστέναξε βαθιά με ευχαρίστηση: «Στην πέτρα να φυτρώνει». Αυτή ήταν η αδυναμία του Γιώργη. Ο καφές. Μόνη συντροφιά του στη δουλειά και ξεκούρασή του. «Στην πέτρα να φυτρώνει», τον άκουγαν να λέει συχνά. Κι ευθύς ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Άξιος τεχνίτης, γερό μάτι, σίγουρο χέρι, είχε όνομα ο Γιώργης στη Χαλάστρα και τα γύρω χωριά για τα κάρα που έφτιαχνε, τις νταλίγκες και τις πλάβες του, που ήταν σίγουρα σκαριά και όργωναν το ποτάμι χειμώνα-καλοκαίρι.
Δούλευε με μεράκι αμίλητος, με μόνη συντροφιά το μπρίκι και το καφεδάκι του. Μα εκείνη τη μέρα δεν πρόλαβε να στρωθεί καλά – καλά, όταν ένα ασυνήθιστο πηγαινέλα άρχισε να ακούγεται στους δρόμους του χωριού ως έξω απ’ το μαγαζί του. Σήκωσε κάνα δυο φορές τα μάτια του χωρίς να δώσει σημασία. Μα κάποια στιγμή είδε άντρες ντυμένους στρατιωτικά να περνούν βιαστικά, χειρονομώντας νευρικά και μιλώντας δυνατά με έξαψη.
Παράτησε το πλάνισμα και βγήκε έξω. Είδε κι άλλους χωριανούς που ξεμύτιζαν και πήγαιναν προς το ποτάμι. Τους ακολούθησε ώσπου, καθώς πλησίαζε, είδε κάτι που ποτέ δεν ματαείδε ως τώρα: στρατό – πολύ στρατό Ελληνικό, συγκεντρωμένο στις όχθες του ποταμού, εκεί που πριν από τις τελευταίες πλημμύρες βρισκόταν το γιοφύρι που παράσυρε το ποτάμι και το γκρέμισε.
Ο Ελληνικός στρατός, προχωρώντας νικηφόρα από τη Δυτική Ελλάδα όπου είχε απελευθερώσει τη μια μετά την άλλη τις πόλεις από τους Τούρκους, βάδιζε τώρα προς τη Θεσσαλονίκη, μα το ποτάμι τού έφραζε το δρόμο. Άλλος δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε και το γιοφύρι ήταν κατεστραμμένο. Έπρεπε να στηθούν καινούργιες γέφυρες για να περάσει ο στρατός, μα αυτή η δουλειά ήθελε χρόνο και χρόνος δεν υπήρχε.
Οι Βούλγαροι βάδιζαν από ανατολικά προς τη Θεσσαλονίκη και ήδη ήταν κοντά. Μια – δυο μέρες δρόμο, έλεγαν οι πληροφορίες, απείχαν από την όμορφη πόλη, που ξύπναγε θαρρείς από το μακροχρόνιο ύπνο της κι ετοιμαζόταν να δεχτεί όποιον απ’ τους δυο συμμάχους έμπαινε πρώτος κι έπαιρνε το κλειδί της από τον Τούρκο διοικητή, τον Ταξίν Πασά.
Γι’ αυτό η αμηχανία και η νευρικότητα στους επιτελείς. Άλλος ένας εχθρός ήταν το ποτάμι, που έπρεπε να νικηθεί για να προχωρήσουν παραπέρα, Αλλά πώς;
Κατέστρωναν σχέδια που το ένα ήταν πιο χρονοβόρο από το άλλο. Το Μηχανικό σε αναβρασμό. Μπορούσε να κάνει γέφυρες. Μα έπρεπε να γίνουν σχέδια, να βρεθούν τα υλικά, να μαζευτούν και να αρχίσει η εκτέλεση. Μα όλα αυτά ήθελαν χρόνο κι αλλοίμονο… χρόνος δεν υπήρχε. Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά.
Έβλεπε ο Γιώργης την αμηχανία, άκουγε τις κουβέντες εκεί παράμερα που στεκόταν και σκεφτόταν: «Το ποτάμι δεν είναι εχθρός, φίλος είναι· θύμωσε λίγο, μα ημέρεψε. Δεν τους φράζει το δρόμο. Να, έτσι θα κάμει, θα σκύψει και θα γίνει δρόμος να περάσουν. Πως; Ε, δεν είναι και δύσκολο. Σε μια – δυο μέρες μπορεί να τους έχει αυτός το πέρασμα. Όχι ένα, και δυο ακόμη, για να περάσουν πιο γρήγορα».
Γέλασαν οι επιτελείς ένα πικρό γέλιο. Ποιος παλαβός είν’ αυτός και τι χαζοκουβέντες τους τσαμπουνάει; Δεν βλέπει πως δεν έχουν καιρό για χάσιμο;
Μα για σοβαρή δουλειά τους μιλάει κι αυτός. Να τους βοηθήσει θέλει. Θέλουν γέφυρα; Θα την έχουν. Μόνον να τον αφήσουν να κάνει αυτό που ξέρει και να τον βοηθήσουν μόνο εκεί που θα τους ζητήσει.
Κοιτάχτηκαν οι επιτελείς. Ο χρόνος κυλούσε…Έτσι κι έτσι χαμένοι ήταν. Τι παραπάνω είχαν να χάσουν; Τον φώναξαν λοιπόν, ανάμεσά τους, να τους πει καθαρά τι έχει στο νου του.
-Χρειαζόμαστε πλάβες, τους λέει, όσες πλάβες έχει το χωριό και όσες βρίσκονται ακόμα γύρω από το ποτάμι. Και κάρα· όλα τα κάρα του χωριού. Θα τα ζέψουμε πάνω από το ποτάμι, από τη μια όχθη στην άλλη και θα στρώσουμε από πάνω μαδέρια να γίνει γέφυρα να περάσει ο στρατός. Εγώ έχω ξυλεία. Μα θα χρειαστεί κι άλλη. Υπάρχουν πολλές αποθήκες στο χωριό. Θα ανοίξουν όλες, να στρωθεί ο δρόμος να περάσετε να πάτε στο καλό. Να μπείτε πρώτοι, να προλάβετε τους Βουλγάρους. Μια μέρα δουλειά είναι.
Τον άκουσαν σκεφτικοί. Δεν ήταν τρελές κουβέντες. Ήταν κουβέντες μετρημένες. Είχαν λογική. Κι ο άνθρωπος φαινόταν να ξέρει τι κουβεντιάζει. Ρώτησαν κάνα δυο προεστούς: Τι σόι άνθρωπος είναι; Μπας και τους κοροϊδεύει; Η απάντηση τους καθησύχασε:
-Καλός τεχνίτης. Αφού το είπε θα το κάμει.
Αυτό ήταν. Δόθηκε διαταγή. Θα γίνει ό,τι είπε ο Γιώργης ο Ταλίγκαρος. Οι στρατιώτες πρέπει να κάνουν ό,τι τους ζητήσει. Στρώθηκαν όλοι στη δουλειά.
Μαζεύτηκε ό,τι ξυλεία υπήρχε στο χωριό. Μαδέρια μεγάλα, μικρά, από αποθήκες, από σπίτια, από εργαστήρια. Άδειασαν οι αποθήκες και τα κατώγια του χωριού. Σωριάστηκαν όλα κοντά στο ποτάμι. Άρχισε ο Γιώργης τη δουλειά. Σιωπηλός, με σφιγμένα τα χείλια, όλο θέληση και πείσμα, έδενε το ένα κάρο με το άλλο, τη μια πλάβα με την άλλη και προχωρούσε.
Ο πλωτός δρόμος μάκραινε και πριν καλά καλά φέξει η άλλη μέρα, η πρώτη γέφυρα ήταν έτοιμη. Αμέσως άρχισε τη δουλειά για να φτιάξει και δεύτερη με όση ξυλεία είχε απομείνει.
Δούλεψε όλη τη μέρα, ώσπου τα κάρα, οι νταλίγκες και οι πλάβες σώθηκαν. Τότε ζήτησε ο Γιώργης να φέρουν βαρέλια και σκάφες και πινακωτές από τα σπίτια. Ό,τι ξύλινο είχε κάθε σπιτικό στα κατώγια. Μαζεύτηκαν τα βαρέλια και οι σκάφες. Μάκραινε κι ο δεύτερος δρόμος μέχρι που τέλεψε κι αυτός. Οι δυο γέφυρες ήταν έτοιμες πάνω από το ποτάμι. Μέχρι να σκοτεινιάσει κι η δεύτερη μέρα, όλος ο στρατός είχε περάσει στην αντίπερα όχθη και βάδιζε ολοταχώς τα δεκαοχτώ – είκοσι χιλιόμετρα που τον χώριζαν από την όμορφη πόλη. Από την άλλη μεριά, από τα ανατολικά, ένας άλλος στρατός βάδιζε με τη δική του ταχύτητα, με την ίδια λαχτάρα προς τη Θεσσαλονίκη. Ήταν κι εκείνη μια απ’ αυτές τις μοναδικές μονομαχίες στην ιστορία, όπου μέσα σε λίγες ώρες ή και σε λεπτά της ώρας ακόμα, παίζεται η μοίρα ενός τόπου κι ενός λαού.
Ξημέρωμα της 26ης Οκτωβρίου ήταν, η μέρα του Αγίου Δημητρίου, όταν ο Ελληνικός στρατός φάνηκε να πλημμυρίζει τον κάμπο βόρεια της Θεσσαλονίκης, στο Κλειδί, τη Γέφυρα, τον Άγιο Αθανάσιο.
Σε απόσταση αναπνοής από το Δερβένι και οι Βούλγαροι. Μα οι Έλληνες πάτησαν πρώτοι το πόδι τους στα ευλογημένα χώματα της Νύφης του Βορρά. Η Θεσσαλονίκη ήταν Ελληνική. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, του Πολιούχου της. Το κλειδί της πόλης παραδόθηκε συμβολικά στους αξιωματικούς του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου Δούσμανη και Μεταξά από τον Ταξίν Πασά, στη βίλλα Τόψιν στα βόρεια της Θεσσαλονίκης.
Στον Γιώργο Ταλίγκαρο απονεμήθηκε μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων. Μα ο αγαθός τεχνίτης δεν ήξερε από μετάλλια και παράσημα. Αυτός έκανε κείνο που τον πρόσταζαν ο νους και η καρδιά του. Η Ελληνική καρδιά του. Τό ´κανε, πάει, τελείωσε. Το παράσημο ήταν ένα χαρτί που ούτε καλά καλά να το διαβάσει δεν ήξερε.
Η παράδοση λέει πως όταν ξανάπιασαν βροχές στο χωριό, κάπου σε ένα βάλτο μισοχωμένο στη λάσπη βρεχόταν ασταμάτητα ένα χαρτί με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα και πολλές σπουδαίες υπογραφές και σφραγίδες. Κι όσο βρεχόταν, ξέβαφε το μελάνι κι έσβηναν τα γράμματα. Και το χαρτί, χώθηκε ολόκληρο στη λάσπη κι εξαφανίσθηκε.
Share on Google Plus

0 σχόλια: